ἀποδημητικός — fond of wandering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδημητικός — ή, ό 1. αυτός που ταξιδεύει σ’ άλλους τόπους. 2. (ζωολ.), «αποδημητικά πουλιά» λέγονται αυτά που ορισμένη εποχή του χρόνου, πάντοτε την ίδια, αφήνουν την πατρίδα τους, στην οποία αναπαράγονται, πηγαίνουν σε θερμότερες χώρες για να ξεχειμωνιάσουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποδημητικῶν — ἀποδημητικός fond of wandering fem gen pl ἀποδημητικός fond of wandering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημητικόν — ἀποδημητικός fond of wandering masc acc sg ἀποδημητικός fond of wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημητικαί — ἀποδημητικός fond of wandering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημητικοί — ἀποδημητικός fond of wandering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημητικούς — ἀποδημητικός fond of wandering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδημητικῆς — ἀποδημητικός fond of wandering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτοπιστικός — ή, όν (Α ἐκτοπιστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος … Dictionary of Greek
μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… … Dictionary of Greek